ἐπίδοξον

ἐπίδοξον
ἐπίδοξος
likely
masc/fem acc sg
ἐπίδοξος
likely
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επικλυτός — ἐπικλυτός, όν (Α) 1. φημισμένος, ένδοξος, ξακουστός 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπικλυτόν ἐπονείδιστον, ἐπίδοξον». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλυτός «φημισμένος»] …   Dictionary of Greek

  • προκαθοσιούμαι — όομαι, Α 1. αφιερώνομαι εκ τών προτέρων («διὰ τὸ προκαθωσιῶσθαι τοῑς θεοῑς τὴν ἐκ τῆς θυσίας ἐπίδοξον», Ηλιόδ. Αιθ.) 2. καθιερώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καθοσιοῦμαι «καθιερώνομαι, αφιερώνομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”